- ἐρίδματος
- ἐρίδμᾱτος , ἐρίδματοςstrongly-builtmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίδματος — ἐρίδματος, ον (Α) 1. ο ισχυρά, στερεά κτισμένος 2. ο ακατάβλητος («ἔρις ἐρίδματος» η ακατάβλητη έριδα ή, κατά διαφορετική ερμηνεία, η έριδα που καταβάλλει πάρα πολύ, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + δματος (δέμ ω)] … Dictionary of Greek
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek